στέρτιος

στέρτιος
-ια, -ιο, Ν
φρ. «στέρτια σειρά»
γεωλ. υποδιαίρεση τών πετρωμάτων τού ανώτερου προκαμβρίου στη νοτιοκεντρική Αυστραλία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”